Το μεγαλύτερο οικογενειακό δέντρο στον κόσμο, που περιλαμβάνει 13 εκατομμύρια μέλη, περισσότερα από τους κατοίκους της Ελλάδας, δημιούργησαν ειδικοί στη γενεαλογία με τη βοήθεια υπολογιστών.
Οι επιστήμονες μελέτησαν τα «προφίλ» 86 εκατομμυρίων ανθρώπων (το 85% Αμερικανοί και Ευρωπαίοι) που υπάρχουν στον ιστότοπο γενεαλογίας Geni.com και ανακάλυψαν μακρινούς οικογενειακούς δεσμούς (αίματος ή γάμου) ανάμεσα σε περίπου 13 εκατομμύρια ανθρώπους, διασκορπισμένους σε διάφορα μέρη της Γης.
Η μελέτη του οικογενειακού δέντρου, που καλύπτει 500 χρόνια μετακινήσεων ανθρώπων και γάμων μεταξύ τους, επιτρέπει τη διεξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων σχετικά με τις μεταναστεύσεις ή με το πώς έχουν μεταβληθεί διαχρονικά οι προτιμήσεις για το γάμο (π.χ. πότε τα ξαδέρφια σταμάτησαν να παντρεύονται μεταξύ τους).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή υπολογιστικής βιολογίας Γιάνιβ Έρλιχ του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science», χρησιμοποίησαν μαθηματικές τεχνικές για να δημιουργήσουν διάφορα μικρότερα οικογενειακά δίκτυα και, τελικά, ένα γιγάντιο με 13 εκατ. μέλη, που καλύπτει περίπου 11 γενιές.
Μεταξύ άλλων, το «δέντρο» αποκαλύπτει ότι με το πέρασμα του χρόνου μεγαλώνει συνεχώς η γεωγραφική απόσταση που διανύει κανείς για να βρει το ταίρι του. Για παράδειγμα, πριν από το 1750 οι περισσότεροι άνθρωποι στις ΗΠΑ παντρεύονταν κάποιον ή κάποια που ζούσε σε απόσταση ώς δέκα χιλιομέτρων από τον τόπο τους. Όμως, 200 χρόνια αργότερα, όσοι έχουν γεννηθεί το 1950, παντρεύονται κάποιον που ζει σε απόσταση κατά μέσο όρο 100 χιλιομέτρων από τον τόπο γέννησής του. Όπως είπε ο Έρλιχ, «μάλλον έγινε πια πιο δύσκολο να βρεις την αγάπη της ζωής σου».
Επιπλέον, μεταξύ 1650-1850 ήταν συνηθισμένο για τα τέταρτα ξαδέρφια να παντρεύονται, αλλά όχι σήμερα πια. Σταδιακά στις δυτικές χώρες έχει μειωθεί η γενετική συγγένεια μεταξύ των συζύγων, κάτι που αποδίδεται σε πολιτισμικούς παράγοντες.
Ακόμη, διαπιστώθηκε ότι κατά τα τελευταία 300 χρόνια οι γυναίκες στη Β. Αμερική και στην Ευρώπη έτειναν να μεταναστεύουν περισσότερο από ό,τι οι άνδρες, αλλά οι τελευταίοι έκαναν πολύ πιο μακρινά ταξίδια σε σχέση με τις γυναίκες.
Εξάλλου, συγκρίνοντας τη διάρκεια ζωής κάθε ανθρώπου με εκείνη των συγγενών του, οι ερευνητές έβγαλαν συμπεράσματα και για το πώς τα γονίδια επηρεάζουν τη μακροζωία. Αναλύοντας στοιχεία για τρία εκατομμύρια συγγενείς που είχαν γεννηθεί μεταξύ 1600 – 1910 και είχαν περάσει την ηλικία των 30 ετών, εκτίμησαν ότι οι γενετικοί παράγοντες εξηγούν το μόνο 16% των διαφορών στη μακροζωία μεταξύ των ανθρώπων. Προηγούμενες μελέτες είχαν εκτιμήσει τη συμβολή των γονιδίων στο 15% έως 30%.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι οι άνθρωποι με «καλά» γονίδια μακροζωίας μπορούν να ζήσουν κατά μέσο όρο πέντε χρόνια παραπάνω από όσους δεν έχουν ευνοϊκό γενετικό «προφίλ». Από την άλλη, σύμφωνα με τους ερευνητές, το κάπνισμα μπορεί να κόψει έως δέκα χρόνια ζωής, συνεπώς οι επιλογές στη ζωή και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να παίξουν μεγαλύτερο ρόλο από τους γενετικούς.
Το οικογενειακό δέντρο των 13 εκατ. μελών είναι διαθέσιμο για έρευνα στο διακτυακό τόπο FamiLinx.org που δημιούργησαν οι ερευνητές. Διευκρίνισαν επίσης ότι αν κανείς βρει το όνομά του στο Geni.com, τότε είναι πιθανό να είναι και αυτός ένα από τα 13 εκατ. μέλη του «δέντρου».
ΑΠΕ-ΜΠΕ